- τοπομετρία
- ησύνολο εργασιών στο έδαφος για τον προσδιορισμό των στοιχείων χάρτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοπομετρία — η, Ν (τοπογρ.) κλάδος τής τοπογραφίας που ασχολείται με τις μετρήσεις και τις απεικονίσεις τών θέσεων διαφόρων σημείων τού εδάφους υπό την έννοια τής επίπεδης παράστασης τών θέσεων … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek